- ἄμεσοι
- ἄμεσοςimmediatemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek